Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

) βγάζω (

  • 1 βγάζω

    (αόρ. εβγαλα) μετ.
    1) вынимать, вытаскивать; вычерпывать (воду); извлекать (тж. перен.);

    βγάζω τό σπαθί από τη θήκη του — вынимать шпагу из ножен;

    βγάζω τό δόντι — удалять зуб;

    βγάζω εξω — а) выносить, вытаскивать, выводить (откуда-л.); — б) выгонять, прогонять, выставлять за дверь;

    βγάζω όφελος από κάτι — извлекать пользу из чего-л.;

    2) снимать, удалять;

    βγάζω τα ρούχα (τα παπούτσια) μου — снимать одежду (обувь);

    βγάζω την κρέμα — снимать, удалять сливки;

    βγάζω τα λέπια από το ψάρι — чистить рыбу;

    βγάζω τό καράβι από την ξέρα — снимать судно с мели;

    3) удалять, выводить; стирать;

    βγάζω τό λεκέ — выводить пятно;

    4) выжимать, выдавливать;

    βγάζω λάδι

    выжимать масло;

    βγάζω τό ζουμί από το λεμόνι — выжимать сок из лимона;

    5) копировать, делать, снимать копию;

    βγάζω αντίτυπο — отпечатать копию;

    βγάζω αντίγραφο — снимать копию;

    βγάζω κάποιον φωτογραφία — снимать, фотографировать кого-л.;

    6) увольнять; отстранять, освобождать; исключать;

    βγάζω από τη θέση — снять с работы;

    βγάζω από το προεδρείο (Πολιτικό Γραφείο) — выводить из состава президиума (политбюро);

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βγάζω

  • 2 βγάζω

    [вгазо] р. снимать, удалять.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βγάζω

  • 3 βγάζω

    [вгазо] ρ снимать, удалять.

    Эллино-русский словарь > βγάζω

  • 4 βγάζω

    treure

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > βγάζω

  • 5 βγάζω

    enlever

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > βγάζω

  • 6 βγάζω

    získat

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > βγάζω

  • 7 βγάζω

    elicit

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βγάζω

  • 8 Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο μου να μη βραχεί ομπρέλα

    Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο ( να βγάλω τα παπούτσια) μου να μη βραχεί ομπρέλα
    – Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου
    В огороде бузина, а в Киеве дядька
    Ни к селу, ни к городу
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο μου να μη βραχεί ομπρέλα

  • 9 дымить

    βγάζω καπνό, καπνίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дымить

  • 10 забраковывать

    βγάζω σκάρτο/ελαττωματικό, απορρίπτω (λόγω ακαταλληλότη-τας/ελαττωματικότητας).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > забраковывать

  • 11 расчехлять

    βγάζω τη θήκη/κουκούλα
    ξεσκεπάζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расчехлять

  • 12 разуваться

    βγάζω τα παπούτσια μου

    Русско-греческий словарь > разуваться

  • 13 bıyıklanmak

    βγάζω μουστάκι

    Türkçe-Yunanca Sözlük > bıyıklanmak

  • 14 вывести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•

    вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•

    вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.

    || αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.
    2. βγάζω έξω οδηγώντας•

    вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.

    || μετοικίζω•

    вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.

    3. βγάζω από μια κατάσταση•

    вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.

    4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).
    5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•

    вывести цыплят βγάζω πουλάκια.

    6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•

    вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.

    7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.
    8. εξαλείφω, καθαρίζω•

    вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.

    || εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•

    вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•

    вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.

    9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•

    вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.

    10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).
    εκφρ.
    вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•
    вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•
    вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•
    вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•
    вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•
    вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.
    1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•

    знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.

    || βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    -лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•

    -лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•

    -лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.

    || καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•

    -лось пятно βγήκε ο λεκές.

    3. εκκολάπτομαι•

    птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.

    Большой русско-греческий словарь > вывести

  • 15 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

  • 16 вывести

    вывести 1) βγάζω, εξάγω 2) (исключить) διώχνω, βγάζω από \вывести из состава команды βγάζω από την ομάδα 3) (уничтожить ) βγάζω (пятна и т. п.)
    * * *
    1) βγάζω, εζάγω
    2) ( исключить) διώχνω, βγάζω από

    вы́вести из соста́ва кома́нды — βγάζω από την ομάδα

    3) ( уничтожить) βγάζω (пятна и т. п.)

    Русско-греческий словарь > вывести

  • 17 вынести

    -есу, -есешь, παρλθ. χρ. вынес, -ла, -ло, ρ.σ.μ.
    1. βγάζω έξω, μεταφέρω,μετακομίζω, κουβαλώ•

    вынести мебель из комнаты βγάζω τα έπιπλα έξω από το δωμάτιο.

    || γράφω, σημειώνω•

    вынести замечания в конец γράφω τίς παρατηρήσεις στο τέλος.

    || υποβάλλω, φέρω•

    решение комиссии на общее собрание φέρω την απόφαση της επιτροπής στη γενική συνέλευση.

    2. μεταφέρω γρήγορα.
    3. μτφ. βγάζω, εξάγω• αποκτώ•

    я вынес убеждение из опыта σχημάτισα την πεποίθηση από πείρα.

    4. προβάλλω, βγάζω μπροστά•

    вынести ногу в таще! βγάζω μπροστά το πόδι στο χορό.

    5. αντέχω, υπομένω, υποφέρω, Βαστώ, κρατώ•

    душа моя не -ла η ψυχή μου δε βάσταξε.

    6. εκδίδω, βγάζω, παίρνω•

    вынести приговор βγάζω καταδικαστική απόφαση•

    вынести резолюцию παίρνω απόφαση•

    вынести благодарность εκφράζω τις ευχαριστίες (την ευγνωμοσύνη)•

    решение, резолюцию, постановление παίρνω απόφαση (αποφασίζω).

    εκφρ.
    вынести на своих плечах – σηκώνω το βάρος μόνος μου (τα βγάζω πέρα μόνος μου)•
    вынести впечатление – έχω (σχηματίζω, αποκομίζω) την εντύπωση.
    βγαίνω, εμφανίζομαι, προβάλλω ξαφνικά, ορμητικά, απότομα.

    Большой русско-греческий словарь > вынести

  • 18 выпустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω να βγει, να φύγει•

    я вас не -ущу отсюда δε θα σας αφήσω να βγείτε απ’ εδώ.

    || βγάζω στη βοσκή, σκαρίζω. || αδειάζω, χύνω, αφήνω να τρέξει•

    выпустить воду из ванны αδειάζω το νερό από το λουτήρα.

    || αφήνω, δεν κρατώ.
    2. ελευθερώνω, απολύω, αμολάω.
    3. βγάζω, χορηγώ (απολυτήρια, διπλώματα).
    4. παράγω•

    выпустить продукцию сверх плана βγάζω παραγωγή πάνω από το πλάνο.

    || εκδίδω, τυπώνω• δημοσιεύω. || βγάζω σε κυκλοφορία.
    5. αφαιρώ, βγάζω, αποκλείω (από βιβλίο, έργο).
    6. βγάζω έξω•

    выпустить когти βγάζω έξω τα νύχια.

    || μεγαλώνω, μακραίνω•

    выпустить рукава μακραίνω τα μανίκια.

    εκφρ.
    выпустить снаряд, пулю – πυροβολώ, ρίχνω βλήμα, σφαίρα•
    выпустить в свет – βγάζω, εκδίδω έργο•
    выпустить из памяти – ξεχνώ, λησμονώ•
    выпустить из рук – μου ξεφεύγει η ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > выпустить

  • 19 пустить

    пущу, пустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, απολύω, παύω να κρατώ•

    пустить на волю αφήνω ελεύθερο•

    он схватил его и не хотел пустить αυτός τον άρπαξε και δεν τον άφηνε.

    2. επιτρέπω•

    я боялся, что отец не -ит меня φοβήθηκα, μήπως δε θα με αφήσει ο πατέρας•

    пустить пассажиров в вагон επιτρέπω την είσοδο των επιβατών στο βαγόνι.

    || βγάζω στη βοσκή•

    пустить коня на траву βγάζω το άλογο στη βοσκή.

    || παλ. στέλλω επιστολή.
    3. θέτω, βάζω σε κίνηση, λειτουργία, βάζω μπρος (μπροστά)•

    пустить новый завод βάζω σε λειτουργέ ία καινούριο εργοστάσιο•

    пустить мотор, машину βάζω μπρος το μοτέρ, τη μηχανή.

    || αφήνω να διαρεύσει (για νερό, ατμό, αέριο κ.τ.τ.).
    με την πρόθ. в υποβάλλω• βγάζω• θέτω•

    пустить в переработку επεξεργάζω•

    пустить в продажу βγάζω για πούλημα•

    пустить в обращение θέτω σε κυκλοφορία•

    пустить в ход χρησιμοποιώ, βάζω σε ενέργεια.

    || με την πρόθ. под αφήνω• παραδίνω•

    пустить поле под рожь, под пар αφήνω το χωράφι για βρίζα, για αγρανάπαυση•

    все деревья пустить под топор όλα τα δέντρα τα παραδίνω στο τσεκούρι (τα κόβω).

    4. ρίχνω, πετώ κινώ, κυλώ• κατευθύνω•

    пустить шар по столу κυλώ τη φούσκα στο τραπέζι•

    пустить ко дну ρίχνω στον πυθμένα (στο βυθό)•

    пустить камень в окно ρίχνω πέτρα στο παράθυρο.

    5. διαδίδω, κυκλοφορώ• διασπείρω•

    пустить слух διαδίδω φήμη•

    пустить сплетню κουτσομπολεύω.

    || λέγω, προφέρω. || αναδίδω, βγάζω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    6. βγάζω, (ανα)φύω•

    пустить ростки βγάζω βλαστάρια (βλασταινω)•

    пустить корни βγάζω ρίζες (ριζοβολώ).

    7. προσδίδω χρώμα, απόχρωση.
    εκφρ.
    пустить кровь кому – ρίχνω κοφτές βεντούζες σε κάποιον•
    пустить в оборот – βάζω σε χρήση.
    1. ξεκινώ, εκκινώ•

    пустить в дорогу ξεκινώ για δρόμο•

    пустить в погоню το βάζω στο κυνηγητό•

    пустить бежать του δίνω δρόμο, το βάζω στα πόδια.

    2. ααρχίζω κάτι. || επιδίδομαι, ασχολούμαι,• пустить в литературу ασχολούμαι με τη λογοτεχνία.
    3. αποτολμώ, αποκοτώ• ρίχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > пустить

  • 20 снимать

    1. (доставать, брать) παίρνω, πιάνω
    - книгу с полки παίρνω/βγάζω το βιβλίο από το ράφι
    2. (убирать, удалять) παίρνω, αφαιρώ, βγάζω 3. (отделять, освобождать) αφαιρώ, βγάζω, ελευθερώνω 4. (разбирать, демонтировать) εξαρμόζω, αφαιρώ 5. (удалять, освобождать) βγάζω 6. (уничтожать, упразднять) βγάζω, σταματώ, αιρώ 7. (собирать, убирать) μαζεύω 8. (отстранять от занимаемой должности) απολύω 9. (отменять, объявлять недействительным) ακυρώνω, βγάζω Ю.(фотографировать) βγάζω (φωτογραφία) 11. (напр. кинофильм) γυρίζω (την ταινία) 12. (брать внаем) (εν)οικιάζω
    - дачу - εξοχικό (σπίτι).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снимать

См. также в других словарях:

  • βγάζω — βγάζω, έβγαλα, βγαλμένος βλ. πίν. 108 Σημειώσεις: βγάζω : στη Γραμματική Τριανταφυλλίδη αναφέρεται και παθητική φωνή με αόριστο βγάλθηκα. Στην έρευνά μας δε συναντήσαμε παθητικούς τύπους του βγάζω (εκτός βέβαια από τη μτχ. βγαλμένος) και… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — έβγαλα, βγάλθηκα, βγαλμένος 1. αποσπώ, αφαιρώ κάτι: Έβγαλα το δόντι που με πονούσε. 2. εμφανίζω, αναδίνω: Το δέντρο έβγαλε μπουμπούκια. 3. παράγω, κερδίζω: Βγάζω πολλά χρήματα δουλεύοντας ως αντιπρόσωπος. 4. δημοσιεύω, εκδίδω έντυπο: Βγάζει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζινοβολώ — βγάζω σπινθήρες, σπινθηροβολώ, σπιθοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αζίνα + παραγ. κατάλ. βολώ] …   Dictionary of Greek

  • αποφυλακίζω — βγάζω από τη φυλακή, αφήνω ελεύθερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + φυλακίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • ασημοβροντώ — βγάζω ασημένιο ήχο, ηχώ σαν ασήμι …   Dictionary of Greek

  • αφερματίζω — βγάζω το έρμα από το πλοίο, ξεσαβουρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ερματίζω «τοποθετώ έρμα, σαβούρα». Η. λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά, Φ. Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • εκβουτυρώνω — βγάζω το βούτυρο από το γάλα, αποβουτυρώνω …   Dictionary of Greek

  • εκβραχίζω — βγάζω βράχους από το έδαφος …   Dictionary of Greek

  • εξαγκιστρώνω — βγάζω κάτι από το αγκίστρι, το απαγκιστρώνω, το απαλλάσσω από την αγκίστρωση …   Dictionary of Greek

  • ξεβαβουλίζω — βγάζω το βαμβάκι από το βαβούλι του, από την κάψα του 2. ψάχνω, ερευνώ, αναζητώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βαβούλι «μπουμπούκι, κάψα του βαμβακιού»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»